- κλειδοστόμιασμα
- το, -ατοςτο να έχει κανείς κλειδωμένο το στόμα του, επίμονη σιωπή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλειδοστόμιασμα — το [κλειδοστομιάζω] το να κλείνει κάποιος σφιχτά το στόμα του και να μην λέει τίποτε, η επίμονη σιωπή … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek